- προβόλαιος
- προβόλ-αιος, ον,A held out before one, levelled, in rest,
δούρατι προβολαίῳ Theoc.24.125
; προβόλαιος alone, = πρόβολος 11, εἴσω τὸν π. ἔχων Orac. ap. Hdt.7.148.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δούρατι προβολαίῳ Theoc.24.125
; προβόλαιος alone, = πρόβολος 11, εἴσω τὸν π. ἔχων Orac. ap. Hdt.7.148.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβόλαιος — ον, Α 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί μπροστά από κάποιον ή από κάτι («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα», Θεόκρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προβόλαιος όπλο που κατέληγε σε αιχμή, θηρευτικό δόρυ 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προβόλαιον μέσο άμυνας,… … Dictionary of Greek
προβόλαιον — προβόλαιος held out before one masc/fem acc sg προβόλαιος held out before one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολαίῳ — προβόλαιος held out before one masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)